- ὀνῖτις
- ὀνῖτιςpot marjoramfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ονίτις — ὀνῑτις, ἡ (Α) [όνος] το φυτό ορίγανον, η ρίγανη … Dictionary of Greek
όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… … Dictionary of Greek
ὀνίτιδα — ὀνί̱τιδα , ὀνῖτις pot marjoram fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνίτιδος — ὀνί̱τιδος , ὀνῖτις pot marjoram fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)